- ανασφάλιστος
- -η -ο1. αυτός που δεν έχει εξασφάλιση, δεν του έχει δοθεί εγγύηση2. ο επισφαλής, ο εκτεθειμένος στους κινδύνους3. αυτός που δεν έχει ασφαλιστεί σε ασφαλιστικόν οργανισμό.[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + ασφάλιση. Η λ. μαρτυρείται από το 1838 στον νομομαθή και πολιτικό Γ. Ράλλη].
Dictionary of Greek. 2013.