ανασφάλιστος

ανασφάλιστος
-η -ο
1. αυτός που δεν έχει εξασφάλιση, δεν του έχει δοθεί εγγύηση
2. ο επισφαλής, ο εκτεθειμένος στους κινδύνους
3. αυτός που δεν έχει ασφαλιστεί σε ασφαλιστικόν οργανισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + ασφάλιση. Η λ. μαρτυρείται από το 1838 στον νομομαθή και πολιτικό Γ. Ράλλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ανασφάλιστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν είναι ασφαλισμένος σε ασφαλιστικό ίδρυμα ή ασφαλιστική εταιρεία: Είχαν το σπίτι ανασφάλιστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ασφάλιστος — και ασφάλιχτος, η, ο 1. ανοιχτός, ξεκλείδωτος 2. που δεν έχει ασφαλιστεί, ανασφάλιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σφαλίζω, με την πρώτη σημασία και ασφάλιστος < ασφαλίζω με τη δεύτερη σημασία, όπου η άρνηση προήλθε από τον αναβιβασμό του τόνου] …   Dictionary of Greek

  • ξεκλείδωτος — η, ο 1. αυτός που δεν κλείστηκε με κλειδί, ανασφάλιστος: Το σπίτι το αφήσαμε ξεκλείδωτο. 2. αυτός που έχει παράλυση στις κλειδώσεις: Περπατά ξεκλείδωτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”